κοχλάδιον

κοχλάδιον
κοχλάδιον, τό,
A = κοχλίδιον, Sch.Opp.H.1.138.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοχλάδια — κοχλάδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλάδι — και κοχλίδι και χοχλάδι και χοχλίδι, το (Α κοχλάδιον και κοχλίδιον) μικρός κοχλίας ή μικρός κόχλος νεοελλ. βότσαλο, κροκάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + υποκορ. κατάλ. άδι(ον), πρβλ. γλυκ άδι, κροκ άδι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”